- προώδων
- -οντος, ὁ, ἡ, ΜΑαυτός τού οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα έξω, ο προόδους*.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ώδων (< ὀδών / ὀδούς), πρβλ. αμφ-ώδων. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προώδων — πρό ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd pl προώδων , πρό ὁδάω export and sell imperf ind act 1st sg προώδων , πρό ὁδόω lead by the right way imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προώδων , πρό ὁδόω lead by the right way imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)